- ανατίθεμαι
- ανατίθεμαι, ανατέθηκα, (σπάν.) ανατεθειμένος βλ. πίν. 138
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἀνατίθεμαι — ἀνατίθημι lay upon pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερανατίθεμαι — Α ανατίθεμαι πάνω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀνατίθεμαι «τοποθετώ πάνω σε κάτι»] … Dictionary of Greek